- βασανίζεται
- βασανίζωrub upon the touch-stonepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
νεκρόφοβος — ο, η 1. αυτός που φοβάται τους νεκρούς 2. αυτός που βασανίζεται από την ιδέα τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobe < necro (< νεκρός) + phobe (< φόβος < φόβος)] … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… … Dictionary of Greek
Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Γουίλιαμς, Τενεσί — (Tenessee Williams, Κολόμπους 1914 – Νέα Υόρκη 1983). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Τόμας Λάνιερ Γουίλιαμς (Thomas Lanier Williams). Γεννήθηκε και σπούδασε σε μία από τις πολιτείες του αμερικανικού νότου, στο Μισισιπή.… … Dictionary of Greek
Μπέργκμαν, Ίνγκμαρ — (Ingmar Bergman, Ουψάλα 1918 –). Σουηδός συγγραφέας και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος πάστορα, ο μέγιστος των σύγχρονων Σουηδών σκηνοθετών, δεν έπαψε ποτέ να βασανίζεται από θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα· τα τολμηρότερα… … Dictionary of Greek
Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Χάσης — Κωμωδία (1790) του Ζακύνθιου ποιητή Δημήτρη Γουζέλη (1774 – 1843) και ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Ο δημιουργός της θέλει τον ήρωα να είναι πάντοτε αυτός που βασανίζεται και υποφέρει, ένα είδος ντόπιου Δον Κιχώτη, που τρέφεται με αυταπάτες… … Dictionary of Greek